Λυκόφως (Το Διήγημα)

6.43 πμ. Ίσως το πιο ωραίο σημείο της καλοκαιρινής ημέρας. Ξημερώνει. Περιφέρεται άσκοπα, φρέσκα μαστουρωμένος, από το δωμάτιό του στην κουζίνα. Σκέφτεται πόσο πολύ του αρέσει να είναι ξύπνιος τέτοια ώρα. Να είναι ξύπνιος όταν σχεδόν όλοι οι άλλοι κοιμούνται. Να νιώθει ζωντανός μέσα στη γαλήνη. Για μια στιγμή χάρηκε που ήξερε πως λέγεται αυτό το τόσο ευχάριστο πρωινό φως. Λυκόφως!

“Τι γεμάτη μέρα!!”, σκέφτηκε.

Δούλεψε κανά τετράωρο στον κήπο, πέρασε ένα ιδιαίτερο βράδυ, με τις διαφορετικές παρέες του να διαδέχονται εκπληκτικά η μία την άλλη, και κατέληξε κάτω από το πατρικό του, να πίνει μπάφους σε ένα αμάξι με έναν όχι και τόσο στενό του φίλο -απ’ αυτούς που τους κάνεις παρέα “μια στο τόσο”- χαζεύοντας το ξημέρωμα.

Ένιωθε πολύ Munchies ο τύπος. Η συζήτηση που είχαν τον είχε ενθουσιάσει σε κάθε πτυχή της. Από τα γκομενικά μέχρι τα οικογενειακά, όποια πληροφορία είχε συλλέξει τον είχε εντυπωσιάσει. Και όταν γύρισε σπίτι, χάρηκε κάπως ανόητα με τις μαντσίλες που έπαιζαν. Ζελεδάκια και σοκολατούχο γάλα.
“Τέλεια!”

Όντως ένιωθε πως ενσαρκώνει κάποιον ήρωα στο Munchies. Είχε όμως ταυτόχρονα και μία νοσταλγική διάθεση. Λίγο το ωραίο άραγμα με έναν “παλιόφιλο”, λίγο η μαστούρα, λίγο τα συνηθηματικά του, όλα μαζί είχαν δώσει μία τέτοια νότα χαρμολύπης στην ατμόσφαιρα.

7.17 πμ. Εδώ και μισή ώρα περίπου κάθεται στον υπολογιστή και χαζεύει. Απολαμβάνει την επίδραση του χόρτου και αυτή την αίσθηση πληρότητας. Έχει βάλει ξυπνητήρι για τις 12. Θα ψήσει μπριτζόλες για τη φαμίλια. Λίγες γουλιές μένουνε ακόμα από το γάλα του.

“Μία μαστουρωμένη μαλακία πριν τον ύπνο επιβάλλεται.”

Βάζει darkwave, παίρνει λίγο κωλόχαρτο και έπειτα κλείνει την πόρτα του δωματίου και το πατζούρι. Ξαπλώνει.

Καλή μέρα να ‘χουμε!

Leave a Reply

Your email address will not be published.