Sigmund & friends (Δρόμος)

Ο Φρόυντ άραζε με την παρέα του σε ένα πολυσύχναστο πλακόστρωτο δρομάκι της επαρχίας, γεμάτο γραφικές παραδοσιακές ταβέρνες. Ο κόσμος τριγύρω βρισκόταν στον κόσμο του και κανείς δεν έδινε σημασία στη χοντρή κυρία που κάτι σιγομουρμούριζε στον εαυτό της και πλησίαζε απ’ το τέλος του δρόμου. Ήταν η Ρίτα – δε χωρούσε αμφιβολία. Τρελαμένη από χρόνια, γυρνούσε στους δρόμους της πόλης και ζητιάνευε τσιγάρα ή έκραζε τους πολιτικούς – συνήθως και τα δύο. Η παρέα του Σίγμουντ είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση οικειότητας με τη Ρίτα, που βασιζόταν κυρίως στα μεταξύ τους πειράγματα, κάθε φορά που οι δρόμοι τους διασταυρώνονταν. Εκείνο το βράδυ η τρελέγκω είχε όρεξη και δεν άργησε να το δείξει μόλις πήρε χαμπάρι τα “φιλαράκια” της.

-Πουστράκια! Τι κοιτάτε πουστράκια;
-Ανάθεμά σε!
-Α ρε πούστρα!
-Άντε ρε από δω!

Τα τσακάλια “τρέξανε” τη Ρίτα – έτσι για πλάκα – και εκείνη για μια στιγμή έχασε το ηλίθιο χασκοχαμόγελό της και φάνηκε τρομαγμένη. Η τύπισσα προχώρησε λίγα μέτρα, επανήλθε στο φυσιολογικό της και συνέχισε τον ασυνάρτητο μονόλογό της. Έστω και για λίγο, οι λοιποί παρευρισκόμενοι ξύπνησαν απ’τη λήθη τους. Το σκηνικό είχε τραβήξει την προσοχή τους. Οι περισσότεροι νόμιζαν πως όλο αυτό έγινε στα σοβαρά. Ο Φρόυντ επέστρεψε στο αραλίκι του, αλλά προβληματίστηκε:

“Άραγε τι να νόμισαν όλοι αυτοί και κοιτάνε έτσι;”

Δεν του άρεσε καθόλου οι άλλοι – οι οποιοιδήποτε άλλοι – να τον περνάνε για ηλίθιο.

“Ε στο κάτω-κάτω χέστηκα, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς βλάκες είναι. Δεν μπορούν να αντιληφθούν την φάση μας. Την κουλτούρα του δρόμου. Σκατά στην κοινωνία του θεάματος πουστράκιαααααα!

Leave a Reply

Your email address will not be published.