Η έκφραση και η ειλικρίνεια είναι το στοίχημα της αλλοτρίωσης

καλησπέρα,

εδώ και μπόλικο καιρό έχω ένα προβληματισμό. Πως γίνεται σε μία σχέση να είναι κανείς πάντα 100% ειλικρινής και να εκφράζει την κάθε του σκέψη γύρω από αυτή τη σχέση. Εντάξει προφανώς τα όμορφα συναισθήματα μόνο καλό κλίμα δημιουργούν, οπότε γιατί να μην τα μοιραζόμαστε? Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που και σε αυτά είναι τσιγκούνηδες. Για να μην εκτεθούν ρε παιδί μου. Ιδιαίτερη προσέγγιση του εγωισμού, παρ’ όλα αυτά σεβαστή!

Ας μελετήσουμε την αντίθετη περίπτωση όμως. Προφανώς κάθε σχέση, οποιουδήποτε είδους, πέρα από ευχάριστα και απολαυστικά (συν)αισθήματα, δημιουργεί και ενοχλήσεις στους “παρευρισκόμενους”. Όταν λοιπόν όντας αυθεντικοί ενοχλούμε τον άλλο, τότε αυτός ως γνήσιος υπέρμαχος της άγριας επαναστατικής έκφρασης, θα μας πει:  Ξέρεις κάτι; Το τάδε πράγμα πάνω σου μου τη σπάει!  Εμείς που είμαστε λάτρεις του ρομαντισμού, πιστεύουμε στο “είναι” (σε αντίθεση με κάποιους ψηλούς που σε αυτό εντοπίζουν άλλο ένα στάδιο της ιστορικής αλλοτρίωσης). Λατρεύουμε και τις σχέσεις μας γιατί έτσι είμαστε, δηλαδή ενυπάρχει σε αυτό το μυστηριώδες “είναι” μας και η αγάπη να δημιουργούμε όμορφες υγιείς σχέσεις. Και βέβαια ό,τι λέμε και κάνουμε (εφόσον είμαστε αυθεντικοί) είναι μια έκφραση του ίδιου μας του εαυτού – του “είναι” μας. Εδώ λοιπόν εμφανίζεται μία αντίφαση. Από τη μία θέλουμε να είμαστε εντελώς ειλικρινείς και εκφραστικοί και από την άλλη θέλουμε οι σχέσεις μας να είναι στην πένα, γιατί έτσι μας γεμίζουν. Τότε τι κάνουμε; Συνεχίζουμε όπως πριν και δημιουργούμε μια συνεχή ενόχληση στη σχέση μας ευελπιστώντας ότι όλα θα πάνε καλά και πως θα μας δεχτούν ως είμαστε? Με αυτόν τον τρόπο καταπιέζουμε? Ή προσπαθούμε να αλλάξουμε εμάς, για να είναι κομπλέ η σχέση μας? Αυτό το τελευταίο δεν είναι μία εσωτερική καταπίεση? Πόσο ουτοπική είναι μια κοινωνία χωρίς ίχνος καταπίεσης?

Το συμπέρασμα είναι πως μάλλον, όσο αιθεροβάμονες και αν είμαστε, πότε δεν θα καταφέρουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς και ταυτόχρονα πλήρως εκφραστικοί. Θα αναγκαζόμαστε να υποστούμε κάποια μορφή καταπίεσης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ή ελπίζουμε πως θα χτίζουμε μονάχα σχέσεις ουτοπικές, με την πεσιμιστική έννοια του όρου! Μήπως εδώ λοιπόν πράγματι μπορούμε να μιλήσουμε για αλλοτρίωση? Γιατί εγώ ως τέτοια θα χαρακτήριζα την εσωτερίκευση της οποιασδήποτε καταπίεσης. Μήπως τελικά αυτό το “είναι” δεν είναι όσο αυθεντικό νομίζουμε, αν σε αυτό ενσωματώνονται ένα σωρό πισωγυρίσματα με σκοπό τη βελτίωση και βιωσιμότητα των σχέσεών μας? Μήπως είχε δίκιο ο ψηλέας λέγοντας πως το “είναι”, δεν είναι τίποτε άλλο από το τελευταίο (προς το παρόν) στάδιο της ιστορικής αλλοτρίωσης?

Ας ξεφύγουμε λοιπόν από το θέμα. Αυτό τον καιρό μάλλον κανείς, από αυτούς που θα ήθελα, δε με καταλαβαίνει. Ίσως μόνο ο Μανού με τον ιδιαίτερο τρόπο του. Και δεν είναι ότι δεν θέλω να με καταλάβουνε οι υπόλοιποι. Απλά δε θέλω να τους παρακινήσω εγώ να το κάνουν. Μου φαίνεται αυτονόητο και εύκολο να με νιώσουν. Δεν εκφράζομαι αλλά τουλάχιστον νιώθω ειλικρινής ως αρνητής έκφρασης. Λόκοοοοο! Βέβαια όμως όταν δεν θες να εκφράσεις αυτά που σκέφτεσαι είναι περίεργο να συνυπάρχεις με τον άλλο. Δυσλειτουργικό! Ελπίζω να έγινα κατανοητός. Καληνύχτα και ψόφος!

ΥΓ. Σκατά στο βλάκα (ή στη βλαμμένη) που επειδή δεν καταλάβαινε αυτά που γράφαμε μας ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕ πως χρησιμοποιούμε επιτηδευμένο λεξιλόγιο. Όπως λέει και ο Ανέμης: Βαριόμαστε να μάθουμε γράμματα και έχουμε οράματα…

 

 

“Κύριο Κουρτς – πέθανε”
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάη
T.S. Elliot – 1925
(μετάφραση Γ. Σεφέρης)

Ι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
Που σκύβουμε μαζί
Καύκαλα μ’άχερα γεμάτα. Αλίμονο!
Οι στεγνές μας φωνές
Σαν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες και ασήμαντες
Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι
Μες στο ξερό μας το κελάρι.

Μορφή χωρίς σχήμα,
Σκιά δίχως χρώμα,
Παραλυμένη Δύναμη
Γνέψιμο χωρίς κίνηση

Εκείνοι που ταξίδεψαν
Με ίσιες ματιές,
στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —α! θυμούνται—
όχι σα να’μαστε χαμένες
Παράφορες ψυχές, μα μοναχά
Οι κούφιοι ανθρώποι
Οι παραγεμισμένοι ανθρώποι.

ΙΙ

Μάτια που δεν μπορώ
ν’ αντικρίσω στα όνειρα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Αυτά δεν φανερώνονται:
Εκεί, τα μάτια είναι
Ήλιος σε σπασμένη στήλη
Εκεί, ένα δέντρο σείεται
Και οι φωνές είναι
Στου αγέρα το τραγούδισμα
Πιό απόμακρες.. πιό επίσημες
Από τ’άστρο που σβήνει.

Ας μην έρθω κοντύτερα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Κι αν φορέσω ακόμη
Τέτοια μελετημένα μασκαρέματα
Ποντικού, τομάρι, κόρακα πετσί,
σταυρωτά ραβδιά
Σ’ ένα χωράφι
Κάνοντας όπως κάνει ο άνεμος
Όχι κοντύτερα—

Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα
στη δειλινή βασιλεία

ΙΙΙ

Τούτη είναι η πεθαμένη χώρα
Τούτη είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα
Υψώνονται, εδώ είναι που δέχουνται
Την ικεσία του χέριού ενός πεθαμένου
Κάτω από το παίξιμο του άστρου που σβήνει.

Ετσι είναι τα πράγματα
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Την ώρα εκείνη
που τρέμεις τρυφερός
Χείλια που θα φιλούσαν
Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα.

IV

Δεν είναι εδώ τα μάτια
Εδώ δεν είναι μάτια
Στο λαγκάδι των άστρων που πεθαίνουν
Στο κούφιο αυτό λαγκάδι
Τούτη η σπασμένη σιαγών
απ’τις χαμένες βασιλείες μας

Στο τελευταίο τούτο συναπάντημα
Μαζί ψηλαφούμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Μαζεμένοι στην άκρη
του φουσκωμένου ποταμού

Χωρίς βλέμμα, εκτός
Αν ξαναφανούν τα μάτια
Σαν τ’άστρο το αιώνιο
Το εκατόφυλλο ρόδο
Της δειλινής βασιλείας του θανάτου
Η ελπίδα μόνο
Άδειων ανθρώπων.

V

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση το Φραγκόσυκο
Φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγή

Ανάμεσα στην ιδέα
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στη πράξη
Η Σκιά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ανάμεσα στη Σύλληψη
Και της δημιουργίας
Ανάμεσα στη Συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σκιά πέφτει

Η ζωή είναι μακριά πολύ

Ανάμεσα στον πόθο
και στον σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σκιά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η..

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν βρόντο
μα μ’ένα λυγμό

Leave a Reply

Your email address will not be published.